Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προς τα μπρος

  • 1 πορεία

    η
    1) ход; движение; ходьба;

    προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;

    η εξελικτική πορεία — поступательное движение;

    2) шествие;

    θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;

    3) поход;
    4) маршрут, путь; Курс, направление;

    πορεία προς βορραν — курс на север;

    αλλάζω πορεία — менять курс;

    5) трен, процесс, ход; течение, развитие;

    στην πορεία — в процессе, в ходе;

    6) воен. марш, переход;

    πορεία μιάς μέρας — дневной переход;

    σύντονος πορεία — форсированный марш;

    εν πορεία — на марше;

    § φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πορεία

  • 2 πίσω

    επίρρ.
    1) сзади, позади;

    πίσω στη γωνιά — за углом;

    πίσω από — и από πίσω — за, сзади, позади; — следом;

    προς τα πίσω — назад;

    μένω ( — или πάω) πίσω — отставать;

    σαν το σκυλί πάει πίσω του — ходит за ним, как собака;

    2) назад, обратно;

    κάνω πίσω — отступать;

    πηγαίνω μπρος και πίσω — ходить взад и вперёд;

    ούτε μπρος ούτε πίσω — ни взад ни вперёд;

    γυρίζω πίσω — а) возвращать;

    γυρίζω πίσω το βιβλίο — возвращать книгу; — б) возвращаться;

    παίρνω πίσω τα λόγια μου — брать обратно свои слова;

    δίνω ( — или γυρίζω) πίσω κάτι — отдавать обратно что-л.;

    3) опять, снова, ещё, ещё раз;

    πίσω τα ίδια — опять то же самое;

    § η πίσω μεριά — или τό πίσω μέρος — а) задняя часть; — б) обратная сторона;

    τό ρολόι πάει πίσω — часы отстают;

    λέω πίσω από κάποιον — говорить о ком-л. за его спиной;

    μπρος φίλος και πίσω σκύλος — погов, в глаза ласкает, а за глаза лает; — спереди лижет, а сзади царапает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίσω

  • 3 βήμα

    το 1) прям., перен. шаг;

    με ταχύ (σιγανό — или βραδύ) βήμα — быстрым (медленным) шагом;

    βήμα σημειωτό — а) шаг на месте, б) перен. топтание на месте;

    τα πρώτα βήματα первые шаги;

    κάνω ένα βήμα προς τα (ε)μπρός (προς τα πίσω) — делать шаг вперёд (назад);

    κάνω το αποφασιστικό βήμα — делать решительный шаг;

    επιταχύνω το βήμα — прибавить шагу, ускорить шаг;

    επιβραδύνω το βήμα — замедлить шаг;

    μετρώ πόσα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βήμα

См. также в других словарях:

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

  • επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… …   Dictionary of Greek

  • αντενδίδωμι — ἀντενδίδωμι (Α) κάνω κίνηση προς τα πίσω ενώ κάποιος άλλος κάνει κίνηση προς τα μπρος …   Dictionary of Greek

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • παρώθηση — η [παρωθώ] 1. η ώθηση προς τα μπρος 2. παρότρυνση, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • προερέσσω — Α 1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά 2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπουρίζω — Α ωθώ προς τα μπρος, όπως κάνει ο ούριος άνεμος στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπουρίζω «ωθώ, σπρώχνω»] …   Dictionary of Greek

  • προβατόβοδο — Γένος μηρικαστικών θηλαστικών της βόρειας Αφρικής, που μοιάζει και με βόδι και με πρόβατο. Το είδος π. το μοσχοφόρο δεν φτάνει σε ύψος το ένα μ. και είναι ζώο δυνατό, με πυκνό τρίχωμα, που φτάνει μέχρι τα γόνατα και μερικές φορές μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • προτείνομαι — 1 προτάθηκα βλ. πίν. 188 2 προτάθηκα, προτεταμένος βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: προτείνομαι : η μτχ. προτεταμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που εξέχει προς τα μπρος, π.χ. προτεταμένα ζυγωματκά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επίκυψη — η (γυμν.), η κάμψη του κορμού προς τα μπρος, ώστε τα δάχτυλα των τεντωμένων χεριών να αγγίσουν το έδαφος χωρίς τα γόνατα να λυγίσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»